προθάπτω

προθάπτω
προθάπτω,
A bury first,

γυναῖκα Cat.Cod.Astr.1.150

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προθάπτω — Α ενταφιάζω εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

  • προθάπτω — πρό θάπτω honour with funeral rites pres subj act 1st sg πρό θάπτω honour with funeral rites pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάπτω — (AM θάπτω) βλ. θάβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θάπ τω < *θαφ , το οποίο εμφανίζεται με τις μορφές θαπ και ταφ (με τον νόμο τής ανομοιώσεως τών δασέων) και ανάγεται σε ΙE *dhmbh «σκάβω» (η απαθής βαθμίδα *dhembh τής ρίζας δεν απαντά) + επίθημα τω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”